lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θύμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
casualty, loser, manta, oblation, offering, prey, sacrifice, stooge, victim
θύμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kořist, obětování, oběť
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
opfer, opferung, schlachtopfer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bytte, offer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abnegación, ofrenda, sacrificio, víctima
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
don, dévouement, oblation, offrande, sacrifice, victime
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
offerta, preda, sacrificio, vittima
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bytte, offer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жертва
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bytte, offer
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жертва
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ахвяра
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ohver
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anti, kuolonuhri, uhri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žrtva
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
adomány, áldozat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
auka, nukentėjėlis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oferta, sacrifício, vítima
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
obeť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відзначати, відзначити, відмітити, відмічати, відтиск, жертва, знак, марка, мітка, ознака, оцінка, позначати, позначення, позначити, позначка, покажчик, помітити, помічати, прикмета, пропозиція, пропонування
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ofiara