lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ιατρική

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cure, drug, forensic, medication, medicine, physic, remedy
ιατρική
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lék, lékařství, medicína, náprava, prostředek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abhilfe, arznei, heilkunde, medikament, medizin
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bodemiddel, helbredelse, legemiddel, lægevidenskab, medikament
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
medicamento, medicina, poción, remedio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médecine, médicament, potion, remède
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
farmaco, medicina, medicinale, rimedio, riparo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avhjelpe, botemiddel, helbredelse, legemiddel, medikament, medisin, oppreisning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лекарство, медицина
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
botemedel, medicin, medikament
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ilaç, mjekësi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лекарство, медицина
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лякарства, медыцына, пякарства
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
meditsiin, ravim
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lääke, lääketiede, parannuskeino, rohto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lijek
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyógyszer, orvosság, orvostan, orvostudomány
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
medicina
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expediente, medicamento, medicina, remédio
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
medicína
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виготовлення, вилікувати, ліки, лікування, лікувати, медикамент, медицина, препарат, приготування, професія, підготовка, підготування, спеціальність, фах
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
lekarstwo, medycyna

Σχετικές λέξεις

ιατρική απθ, ιατρική αθηνών, ιατρική πάτρας, ιατρική ιωαννίνων, ιατρική κρήτης, ιατρική λάρισας, ιατρική αλεξανδρούπολης, ιατρική εταιρεία αθηνών, ιατρική μέριμνα, ιατρική διάσταση