lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ισιώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flatten, grovel, kowtow
ισιώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lézt, podlézat, zdrtit, zploštit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abflachen, abzuplatten, katzbuckeln, kriechen, platt, quetschen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
achatar, aplastar, arrastrarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aplatir, ramper, raplatir, valeter, écacher
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strisciare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krype
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сплющивать
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
litistää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spljoštiti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplacar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
płaszczyć, spłaszczać