lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα ισπανικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (9):
discapacitado, inválido, minusválido, caducado, insignificante, nulo, defectivo, defectuoso, lisiado
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα ισπανικά, discapacitado στα ελληνικά
ανάπηρος στα ισπανικά