lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γέρος στα ισπανικά

Λέξη:
γέρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (12):
anciano, antiguo, añejo, añoso, aľejo, caduco, decrépito, rancio, solariego, traído, vetusto, viejo
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά γέρος, γέροσ ονειροκρίτησ, γέροσ δημήτρησ, γέρος του μοριά, γέρος της δημοκρατίας, γέρος τα ξύλα που ’εκοψε στην πλάτη κουβαλούσε κι αφού κουράστηκε πολύ το θάνατο καλούσε, γέρος στα ισπανικά, anciano στα ελληνικά
γέρος στα ισπανικά