γονατίζω στα αγγλικά γονατίζω στα τσεχική γονατίζω στα γερμανικά γονατίζω στα δανική γονατίζω στα γαλλικά γονατίζω στα νορβηγικά γονατίζω στα σουηδικά γονατίζω στα ουγγρική γονατίζω στα σλοβακική γονατίζω στα πολωνική γονατίζω στα ιταλικά γονατίζω στα φινλανδικά
αυξάνω στα γερμανικά υπολογιστής στα γερμανικά συμπεριφορά στα ισπανικά δημοτικότητα στα δανική άκαρπος στα γαλλικά
συμπεριφορά ανταλλαγής γνώσης δημοτικότητα λεξικο αυξάνω ή αυξάνομαι υπολογιστής ημερήσιας κατανάλωσης θερμίδων άκαρπος πλειστηριασμός