lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα ισπανικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (17):
aderezar, adornar, agraciar, amenizar, ataviar, componer, condecorar, decorar, embellecer, enriquecer, esmaltar, exornar, guarnecer, hermosear, ornamentar, ornar, pulir
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα ισπανικά, aderezar στα ελληνικά
στολίζω στα ισπανικά