συναρμολογώ στα αγγλικά συναρμολογώ στα τσεχική συναρμολογώ στα γερμανικά συναρμολογώ στα δανική συναρμολογώ στα γαλλικά συναρμολογώ στα ιταλικά συναρμολογώ στα νορβηγικά συναρμολογώ στα ρωσικά συναρμολογώ στα σουηδικά συναρμολογώ στα αλβανικά συναρμολογώ στα λευκορωσίας συναρμολογώ στα φινλανδικά συναρμολογώ στα κροατικά συναρμολογώ στα ουγγρική συναρμολογώ στα πορτογαλικά συναρμολογώ στα ρουμανική συναρμολογώ στα σλοβακική συναρμολογώ στα ουκρανικά συναρμολογώ στα πολωνική συναρμολογώ στα σλοβενική
στέγαση στα ρωσικά αβέβαιος στα αγγλικά βλάκας στα αγγλικά όμορφος στα νορβηγικά έντεκα στα φινλανδικά
βέβαιος συνώνυμο όμορφος άντρας βλάκας ορισμός ακίνητα στέγαση έντεκα εικοσιπέντε