lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα ιταλικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
infermo, invalido, insignificante, irrilevante, nullo, difettoso, guasto
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα ιταλικά, infermo στα ελληνικά
ανάπηρος στα ιταλικά