lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα ιταλικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
abbondare, accertare, decidere, definire, deliberare, determinare, esagerare, fissare, qualificare, risolvere, sciogliere, trapiantare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα ιταλικά, abbondare στα ελληνικά
αποφασίζω στα ιταλικά