lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα ιταλικά

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (24):
accalappiare, acchiappare, acciuffare, adunghiare, afferrare, aggrapparsi, agguantare, arraffare, beccare, catturare, cogliere, divellere, ghermire, impugnare, incastrare, mantenere, pigliare, prendere, presa, ritenere, sequestrare, strappare, tenere, uncinare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα ιταλικά, accalappiare στα ελληνικά
αρπάζω στα ιταλικά