lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γράσο στα ιταλικά

Λέξη:
γράσο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
grasso, untume, coniuge, consorte, marito, sposo, pingue, strutto, lubrificante
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά γράσο, γράσο χαλκού, γράσο υψηλών θερμοκρασιών, γράσο τιμή, γράσο στα ρούχα, γράσο σιλικόνης, γράσο στα ιταλικά, grasso στα ελληνικά
γράσο στα ιταλικά