δαμάσκηνο στα αγγλικά δαμάσκηνο στα τσεχική δαμάσκηνο στα γερμανικά δαμάσκηνο στα δανική δαμάσκηνο στα ισπανικά δαμάσκηνο στα γαλλικά δαμάσκηνο στα νορβηγικά δαμάσκηνο στα ρωσικά δαμάσκηνο στα αλβανικά δαμάσκηνο στα βουλγαρικά δαμάσκηνο στα λευκορωσίας δαμάσκηνο στα εσθονική δαμάσκηνο στα φινλανδικά δαμάσκηνο στα κροατικά δαμάσκηνο στα ουγγρική δαμάσκηνο στα λιθουανική δαμάσκηνο στα πορτογαλικά δαμάσκηνο στα σλοβενική δαμάσκηνο στα σλοβακική δαμάσκηνο στα ουκρανικά δαμάσκηνο στα πολωνική δαμάσκηνο στα σουηδικά
διάλειμμα στα ουκρανικά μεγάλος στα βουλγαρικά ικρίωμα στα ιταλικά εθελοντής στα ρωσικά ορμόνη στα εσθονική
μεγάλος συνώνυμα ικρίωμα σκαλωσιά διάλειμμα ροδος εθελοντής πυροσβέστης ορμόνη lh