εξημερώνω στα αγγλικά εξημερώνω στα τσεχική εξημερώνω στα γερμανικά εξημερώνω στα ισπανικά εξημερώνω στα γαλλικά εξημερώνω στα ρωσικά εξημερώνω στα φινλανδικά εξημερώνω στα πορτογαλικά εξημερώνω στα πολωνική εξημερώνω στα δανική εξημερώνω στα νορβηγικά εξημερώνω στα σουηδικά εξημερώνω στα λευκορωσίας εξημερώνω στα ουγγρική εξημερώνω στα ουκρανικά
γνώση στα σουηδικά άκρη στα σουηδικά κατορθώνω στα ιταλικά ενικός στα ουκρανικά ψεύτης στα δανική
γνώση χρήσης τπε ενικός τζι αρ ψεύτης ήλιος κατευθύνω συνώνυμο άκρη του ουρανού