lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λυπημένος στα ιταλικά

Λέξη:
λυπημένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
afflitto, compassionevole, deplorevole, flebile, lamentevole, lamentoso, lugubre, malinconico, miserabile, misero, pietoso, povero, scarso, sciagurato, spiacevole, squallido, triste
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά λυπημένος, λυπημένοσ κατάκαρδα, λυπημένος συνώνυμα, λυπημένος ονειροκρίτης, λυπημένος meaning, είμαι λυπημένος, λυπημένος στα ιταλικά, afflitto στα ελληνικά
λυπημένος στα ιταλικά