lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα ιταλικά

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
accesso, adito, aggressione, assalto, attacco, attentato, carica, entratura, rapina, razzia
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα ιταλικά, accesso στα ελληνικά
πρόσβαση στα ιταλικά