καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω english, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω στα γαλλικά
αλφαβητικός ελάττωμα καλά συναρμολογώ καπέλο ανάγκη ρεύμα απάθεια διάλεξη ουρανίσκος διπλός πρέσβης αποδοχή υιοθετώ εγγραφή φωτίζω πνίγομαι χόρτο βλάβη πλευρά