lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καθορίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
detail, instantiate, itemize, jell, pinpoint, precise, qualify, reify, specify
καθορίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
specifikovat, upřesnit, určit, zpřesnit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angeben, detaillieren, konkretisieren, präzisieren, spezifizieren
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
definir, detallar, enumerar, especificar, pormenorizar, precisar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
articuler, concrétiser, deviser, détailler, préciser, spécialiser, spécifier, énumérer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concretizzare, dettagliare, precisare, specificare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конкретизировать, перечислить, перечислять, уточнить, уточнять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exakt, precisera, specificera
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
täpsustama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määritellä, täsmentää
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
detalhar, especificar, pormenorizar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
konkretyzować, precyzować, sprecyzować, uściślać, wyszczególniać, wyszczególnić

Σχετικές λέξεις

καθορίζω συνώνυμα, καθορίζω ετυμολογία, καθορίζω στα αγγλικά, καθορίζω english, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω στα γαλλικά