lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καλύβα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cabin, cottage, crib, hovel, hut, shack, shanty
καλύβα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
barabizna, barák, bouda, chatrč, chýše, domeček
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauernhaus, bude, haus, hütte
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brakke, hytte, stue, stuers
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barraca, cabaña, cabaľa, casucha, choza, rancho
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bicoque, cabane, case, chaumière, gourbi, hutte, masure, paillote, piaule, taudis
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bicocca, capanna
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brakke, hytte, koie, kåk, stue, stuers
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лачуга, хата
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koja, kåk, stuga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kasolle
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
хаціна
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hökkeli, maja, mökki
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
faház, kunyhó, utastér
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lūšna
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barraca, cabana, choca, choupana, choça, rancho
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
colibă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
chata
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кубло, халупа, хатина
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
chata, chałupa

Σχετικές λέξεις

καλύβα στο βουνό, καλύβα του δεσπότη, καλύβα του μπάρμπα θωμά, καλύβα χριστίνα, καλύβα κατασκήνωση, καλύβα ευφροσύνη, καλύβα χρηστάκη, καλύβα αικατερίνη, καλύβα μαρία, καλύβα φρόσω