lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καπάκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blanket, cap, cover, envelope, layer, lid, shutter, tegument, top
καπάκι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
deka, kryt, obal, poklice, poklička, poklop, povlak, přikrývka, příklop, víko, víčko
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bettdecke, decke, deckel, hülle, kappe, mantel, topfdeckel, umschlag
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dæksel, hylle, lok, låg, omslag, tæppe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frazada, manta, tapa, tapadera, tapador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chape, couvercle, couverture, couvre-plat
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calotta, cappa, coltre, coperchio, coperta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deksel, grytelokk, hylle, lok, lokk, omslag, skrulokk, teppe, ullteppe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крышечка, крышка, обертка, одеяло
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hylle, lock
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одеяло
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
века, вечка, накрыўка, павека
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kaas
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kansi, peite
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fedél, tető
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
antklodė, dangtis, viršus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coberta, cobertor, colcha, manta, tampa, tapa, tapador, trampa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведучий, верх, верхній, вершина, випадок, вищий, віко, діло, заголовок, коробка, кришка, нагода, назва, найвищий, повіка, повіку, покришка, провідний, скриня, справа, футляр, чохол, шпиль
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pokrywa, pokrywka, wieczko, wieko

Σχετικές λέξεις

καπάκι τουαλέτας, καπάκι λεκάνης ideal standard, καπάκι πλατεία αγίας ειρήνης, καπάκι κυψέλης, καπάκι κατσαρόλας, καπάκι πανόρμου, καπάκι μπαταρίας iphone 4, καπάκι μπαταρίας sony xperia u, καπάκι μπαταρίας sony xperia m, καπάκι χύτρας fissler