lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καραμέλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bonbon, candy, comfit, confection, elecampane, fondant, iris, sugar-plum, sugarplum, sweet, sweetie, toffee
καραμέλα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bonbón, cukrátko, duhovka, karamela, kosatec
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bonbon, iris, süßigkeit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bolsje, iris, konfekt, slik
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bombón, caramelo, confite, dulce, lirio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bonbon, bąbą, caramel, iris
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caramella, giaggiolo, iride, iris
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
iris, karamell, konfekt, sukkertøy
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ирис, ириска, конфета, конфетка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
iris, karamell, konfekt
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
цукерка
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurjenmiekka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cukorka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombom, caramelo, íris
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
bomboană
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цукерка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cukierek, irys

Σχετικές λέξεις

καραμέλα γάλακτος bonne maman, καραμέλα συνταγή, καραμέλα γάλακτος, καραμέλα θερμίδες, καραμέλα βουτύρου, καραμέλα παιδικός σταθμός, καραμέλα με ζαχαρούχο, καραμέλα παρλιάρος, καραμέλα 2014, καραμέλα ρέθυμνο