lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καρδιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asunder, core, crux, essence, gist, haggis, heart, kernel, main, marrow, nitty-gritty, pith, pivot, point
καρδιά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
duše, dřeň, energie, jádro, morek, podstata, srdce, střed, základ
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herz, kern, kernstück, leitung, mark, stamm, wesen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hjerte, hjerter, kerne, kærne, køjerne, mag
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chiste, corazón, esencia, médula, núcleo, sustancia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conduite, entrailles, fond, moelle, noyau, substance, voûte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anima, animo, cuore, cuori, midollo, nucleo, seme
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjerte, hovedsak, kjerne, marg, vesen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
керн, корневище, сердечник, сердце, сердцевина, суть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjärta, kontenta, marg
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zemër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сърце
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гэта, сутнасць, сэрца
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
süda, tuum, ärtu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hertta, keskipiste, sydän, ydin
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
srce, suština
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
magtok, szív
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
branduolys, širdis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caroço, cerne, coração, núcleo, âmago
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
inimă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
srce
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
jadro, srdce
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ввезення, ввезти, ввозити, виражати, вміст, задоволений, задоволення, зміст, означати, основа, речовина, серце, серцевина, смакуйте, субстанція, суть, тягар, хребет, ядро, ємність, імпорт, імпортувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rdzeń, sedno, serce

Σχετικές λέξεις

καρδιά μου πάψε να πονάς, καρδιά μου καημένη, καρδιά από γυαλί στίχοι, καρδιά παραπονιάρα, καρδιά και αγγεία, καρδιά συμπτώματα, καρδιά αγκινάρα, καρδιά από γυαλί, καρδιά μου μην παραπονιέσαι, καρδιά μου