lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καρφώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arrest, rivet
καρφώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
upevnit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschmieden
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
feste
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clavar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clouer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inchiodare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feste
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приковывать
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przykuwać

Σχετικές λέξεις

καρφώνω english, καρφώνω αγγλικα, καρφώνω μετάφραση