καταδότης αγγλικά, ο καταδότης
λατρεία συχνά δραστήριος ύφεση ευεξία έγγραφο παρεκκλήσι έννοια λογική νεότητα υποσημείωση κλέβω καίω αμμόλιθος θηλαστικό ευνουχισμός αγωνία κανονίζω απαγόρευση γνωστός