lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατανάλωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attrition, consumption, exhaustion, ingestion, intake, usage, wear
κατανάλωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obnošení, obrušování, opotřebení, opotřebování, otírání, spotřeba, vyběhání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konsum, verbrauch, verschleiß
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forbrug, nitning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consumición, consumo, desgaste, deterioro, gasto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abrasion, consommation, frai, usure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consumazione, consumo, usura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avverkning, forbruk, nitning, slit, slitasje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
еда, потребление
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avverkning, förbrukning, konsumtion, nötning, slitage, åtgång
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консумация, потребление
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tarbimine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulutus, käyttö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potrošnja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elhasználás, fogyasztás, használat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vartojimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumiriam, consumo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
spotreba
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
konsumpcja, spożycie, zużycie

Σχετικές λέξεις

κατανάλωση βενζίνης, κατανάλωση καυσίμου, κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση θερμίδων, κατανάλωση αυτοκινήτων, κατανάλωση νερού, κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση γύρης, κατανάλωση συνώνυμα, κατανάλωση καυσίμου λεωφορείων