lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καταρροή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
catarrh, cold, rhinitis, sneeze
καταρροή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
katar, rýma
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erkältung, katarr, katarrh, schnupfen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forkølelse, qatar, snue
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
catarro, constipado, resfriado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
catarrhe, coryza, rhumatisme, rhume
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catarro, raffreddore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
katarr, qatar, snue
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
катар, насморк, холод
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
katarr, qatar, snuva
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
катар, насмарк
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nuha
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hunjavica, kihavica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hurut, nátha
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
peršalimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
catarro, constipado, constipação, resfriado
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
katar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нежить, холод
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
katar

Σχετικές λέξεις

καταρροή αντιμετώπιση, καταρροή μύτης, καταρροή συνάχι, καταρροή και βήχας, καταρροή σε μωρό, καταρροή μύτης βότανα, καταρροή της μύτης, καταρροή σε βρέφος, καταρροή μωρό, καταρροή και εγκυμοσύνη