lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατράμι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bitumen, pitch, pitching, tar
κατράμι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
asfalt, dehet, smůla, tér, živice
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erdpech, pech, teelöffelvoll, teer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beg, bitumen, tjære
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alquitrán, betún, brea, pez
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bitume, goudron, poivron, poix
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bitume, catrame, pece
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bek, tjæra, tjære
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
асфальт, дёготь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beck, tjära
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katran
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
асфалт, катран, смола
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
смала
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
bituumen, pigi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piki, terva
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kátrány, szurok
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
bitumas, degutas, derva
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alcatrão, betona, goma, pez, piche
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
bitum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отже, смола, так
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
smoła

Σχετικές λέξεις

κατράμι σημαίνει