lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κερδίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquire, deserve, earn, gain, merit, procure, profit, win
κερδίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dosahovat, dostat, dosáhnout, nabýt, vydělávat, vyhrát, vítězit, zasluhovat, zvítězit, získat, získávat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgewinnen, erlangen, erwerben, gewinnen, verdienen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fortjene, få, henna, opnå, tjene, vinde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adquirir, cobrar, ganar, merecer, valer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acquérir, emporter, gagner, mériter, profiter, touche, valoir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acquisire, acquistare, guadagnare, meritare, vincere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortjene, få, hinna, oppnå, spara, tjene, vinne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выигрывать, зарабатывать, заслуживать, заслужить, приобретать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
få, förtjäna, förvärva, hinna, spara
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fitoj, meritoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зарабляць, заслугоўваць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
omandama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ansaita, hankkia, kostua, voittaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
steći
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
győzni, javul, keresni, nyereség, nyerni, érdem, érdemel
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
laimėti, pasiekti, įgyti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adquirir, auferir, ganhar, lucrar, merecer, obter, valer
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zarobiť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заробити, заробляти, заробіть, заслуговувати, заслужити, кваліфікувати, кваліфікуйте, навчати, навчатися, навчити, навчитися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wygrywać, zarabiać, zasługiwać, zasłużyć, zyskać, zyskiwać

Σχετικές λέξεις

κερδίζω συνώνυμα, κερδίζω χρήματα, κερδίζω έδαφος, κερδίζω χρόνο, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω στα αρχαία, κερδίζω έδαφος συνώνυμα, κερδίζω έδαφοσ αγγλικά