lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κλίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conjugate, inflect, transform
κλίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
konjugovat, časovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abändern, konjugieren, umwechseln, verändern, wandeln, ändern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bøye, forandre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cambiar, conjugar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
changer, conjuguer, varier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
declinare, variare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bøye, forandre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изменять, спрягать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deklinera
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
konjugált
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conjugar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
koniugować, odmieniać

Σχετικές λέξεις

κλίνω ρήματα, κλίνω προς, κλίνω τα ρήματα, κλίνω το ρήμα, κλίνω το ρήμα κινούμαι, κλίνω το ρήμα καταβάλλω, κλίνω το ρήμα πλένομαι, κλίνω το ρήμα κάθομαι, κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω ουσιαστικά