lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κλείσιμο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
close, closing, closure, confinement, encapsulation, fastener, lock, lock-up, lockup, occlusion, shutdown
κλείσιμο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dohodnout, izolace, ohrada, skončení, skončit, uzavírat, uzavření, uzavřít, uzávěr, zamykat, zavírat, zavírání, zámek, závěr
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschluss, absperrung, schließen, schließung, schloss, schluss, sperrbaum, sperre, verschluss
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lukke, lås, låse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cerca, cerradura, cerrar, cierre, clausura
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blocage, bâclage, claustration, clôture, conclure, fermer, fermeture, obstruction, serrure, trappe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
argomentare, chiudere, chiusa, chiusura, concludere, serrare, serratura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avslutning, lukke, lås, stengsel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закрывать, закрытие, запирать, запор, запоры, локон
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avslutning, lås, stängning
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbyll
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ключалка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
агароджа, загортванне, закрыванне, закрыццё, зачыненне, зачыняць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lukk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lukita, lukko, sulkea
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brava, zaključiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bezárás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
spyna, užraktas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cerca, cerrar, clausura, fechadura, fechar, serradura
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ključavnica, zaključiti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
близький, близько, вимкнути, завершення, закривати, закрити, закриття, запор, зачинення, зачинити, зачиняти, зупинка, розпуск, розірвання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zamknięcie

Σχετικές λέξεις

κλείσιμο επιστολής, κλείσιμο εοπυυ, κλείσιμο ερτ, κλείσιμο επιχείρησης, κλείσιμο γράμματος, κλείσιμο πόντων πλέξιμο, κλείσιμο βιβλίων, κλείσιμο φωνής, κλείσιμο λογαριασμού τράπεζας, κλείσιμο επίσημης επιστολής