lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κοντός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brief, briefer, briefness, compendious, concise, curt, laconic, pithy, short, stringent, succinct, succinctness, terse
κοντός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jadrný, krátce, krátký, lakonický, lapidární, omezený, sevřený, skoupý, souhrn, strohý, stručný, zhuštěný, úsečný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bündig, gedrungen, knapp, kurz, lakonisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fyndig, kort, kortfattet, lakonisk, prægnant, snar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
breve, conciso, corto, lacónico, preciso, sucinto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bref, brève, concis, court, laconique, lapidaire, ordre, serré, sommaire, succinct, étriqué
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
breve, corto, stringato, succinto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fyndig, konsis, kort, kortfattet, lakonisk, liten, pregnant, sammentrengt, snar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
короткий, короток, краткий, краток, лаконичный, сжатый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fyndig, koncis, kort, kortfattad, lakonisk, liten, pregnant, snar
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
в, кароткi, кароткі, сціслы, сціснуты
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhyt, suppea
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kratak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kurta, lakonikus, rövid, velős
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
trumpas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abreviado, breve, conciso, corto, curto, fugaz, lacónico, preciso, resumido, sucinto, sumário
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
scurt
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
kratek
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
krátky
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
близький, близько, завершення, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, компактний, короткий, скудний, стислий, стиснений, стиснутий, суворий, телеграфний, уривчастий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
krótki, niedługi, zwięzły

Σχετικές λέξεις

κοντός εοπυυ, κοντός μόσκοβος, κοντός ψαλμός αλληλούια, κοντός πρόεδρος εοπυυ, κοντός δημήτρης, κοντός ψαλμός, κοντός αλέξανδρος, κοντός σαλόνια, κοντός χαλινός, κοντός ονειροκρίτης