lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κορμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
block, body, bole, frame, fuselage, hull, logging, stem, stock, stub, stump, thorax, torso, tree-trunk, truncheon, trunk
κορμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dřík, juxta, kláda, kmen, pařez, peň, poprsí, původ, rod, torzo, trup
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumstamm, gehäuse, körper, rumpf, stamm, stock, torso
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bul, bål, krop, kroppe, legeme, skov, stam, stamme, stubbe, torso, trestamme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcornoque, cuerpo, fuselaje, leño, linaje, tablero, tocón, torso, tronco
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accastillage, carter, fuselage, souche, torse, tronc
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ceppo, corpo, fusto, torso, tronco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bål, kropp, skrov, stam, stamme, stokk, stubb, stubbe, trestamme, tømmerstokk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пень, ствол, туловище, фюзеляж
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bål, skrov, stam, stubbe
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trung
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пень, ствол, тулава, фюзеляж
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
keha, känd, torso
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kanto, runko, tukki
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fatönk, tor, torzó, törzs
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kamienas, kūnas, liemuo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corpo, cueiro, tocos, torso, tronco
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
trunchi
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
trup
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
trup
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багажник, колектив, корпус, орган, організація, потік, пінь, стовбур, торс, труп, туди, тулуб, тіло, фюзеляж
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kadłub, pień, tułów

Σχετικές λέξεις

κορμός σοκολάτας, κορμός με πτι μπερ, κορμός συνταγή, κορμός νηστίσιμος, κορμός σοκολάτας μωσαϊκό, κορμός παρλιαρος, κορμός γλυκό, κορμός μωσαικό, κορμός αργυρώ, κορμός κατσαρόλας