ηλεκτρόνιο στα αγγλικά ηλεκτρόνιο στα γερμανικά ηλεκτρόνιο στα δανική ηλεκτρόνιο στα ισπανικά ηλεκτρόνιο στα γαλλικά ηλεκτρόνιο στα νορβηγικά ηλεκτρόνιο στα ρωσικά ηλεκτρόνιο στα σουηδικά ηλεκτρόνιο στα βουλγαρικά ηλεκτρόνιο στα εσθονική ηλεκτρόνιο στα φινλανδικά ηλεκτρόνιο στα ουγγρική ηλεκτρόνιο στα λιθουανική ηλεκτρόνιο στα σλοβακική ηλεκτρόνιο στα ουκρανικά ηλεκτρόνιο στα πολωνική
άνω στα γερμανικά λεπτός στα γαλλικά στρίβω στα ουκρανικά μαλακός στα ρωσικά νυχτερινός στα αγγλικά
νυχτερινός επισκέπτης άνω τρίκαλα κορινθίας conjugate στρίβω λεπτόσ πάφοσ