lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κυνήγι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chase, game, hunt, hunting, preying, shooting
κυνήγι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hon, honička, lov, lovecký, myslivecký, myslivost, pronásledování, revír, stíhání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jagd, jagdwesen, treibjagd, verfolgung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fangst, forfølgelse, jagt, safari
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cacería, caza, persecución
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chasse, cynégétique, pipée, vénerie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caccia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fangst, forfølgelse, jakt, safari
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
охота, охотничье
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jakt, safari
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjah
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лов
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ловы, паляўніцтва
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tagaajamine
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lov
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
falkavadászat, vadászat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
medžioklė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casa, caça, gana, perseguida, perseguição
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
vânătoare
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апетит, готовність, мисливство, охота, переслідувати, полювання, пошук, спорт, спортивний, стрілянина, хіть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
myślistwo, polowanie, łowiectwo

Σχετικές λέξεις

κυνήγι λαγού, κυνήγι θησαυρού ρέθυμνο 2014, κυνήγι θησαυρού, κυνήγι πέρδικας, κυνήγι μπεκάτσας, κυνήγι αγριογούρουνου, κυνήγι θησαυρού ρέθυμνο, κυνήγι αγριογούρουνο, κυνήγι χαμένου θησαυρού, κυνήγι αγριογούρουνα