lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κόκαλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bone, dice, osseous, sacral
κόκαλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kost, kostnatý, kostní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bein, knochen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ben, knogle, knokkel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hueso, óseo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fémur, humérus, ischion, ivoire, os, osseux, pommette, péroné, radius, rotule, vertèbre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ossa, osseo, osso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bein, ben, knokkel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
костный, кость, костяной
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ben
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asht
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кост
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
касцявы, костка, косць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kont
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csont
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kaulas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
leso, osso
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
kost
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kosť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доміно, кіста, кістка, кісткова, кісткове, кістковий, кістку, кісту, кість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kostny, kość

Σχετικές λέξεις

κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο στο λαιμό, κόκκαλο για παπούτσια, κόκαλο σουπιάς, κόκαλο ψαριού, κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο λεξικό, κόκαλο μύτης