lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κόπωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apply, fatigue, hardship, languor, lassitude, pain, sweat, toil, trouble, weariness
κόπωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bolest, malátnost, námaha, obtíž, soužení, trest, trápení, unavenost, vyčerpanost, zemdlelost, únava, útrapa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeit, ermüdung, müdigkeit, mühe, mühsal, qual, schmerz, strapaze
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
besvær, møge, pine, smerte, utak
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aburrimiento, afán, cansancio, fatiga, lasitud, molestia, pena, tarea
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abattement, courbature, fatigue, harassement, labeur, lassitude, peine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatica, lavoro, pena, travaglio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besvær, møda, møye, pine, slit, smerte, tretthet, uleilighet, umak
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изнурение, труд, усталость
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besvär, göra, möda, strapats
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhembje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
труд
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
стомленасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vaev
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rasitus, vaiva
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
muka, umor
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fáradság, fáradtság, nehéz, unalom
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fatiga, labor, latitude, obra, pena
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
únava
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втома, втому, горе, діяти, попрацювати, працю, працювати, праця, робити, робота, роботи, робочий, слабість, служити, твір, труд, утома, утому
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
trud, znużenie

Σχετικές λέξεις

κόπωση και υπνηλία, κόπωση και δέκατα, κόπωση μετάλλων, κόπωση αδυναμία, κόπωση υπνηλία, κόπωση στα πόδια, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και εξάντληση, κόπωση συμπτώματα, κόπωση υλικών