lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λεπίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arrow-head, arrowhead, bit, blade, edge, knife-edge, leaf, leafing, nib, point, spike
λεπίδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
břitkost, hrot, list, listí, lupen, ostří, plíšek, rydlo, čepel, špice, špička
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blatt, blätter, flügel, grat, klinge, laub, laubwerk, schaufel, schneide, schärfe, spitze, stift, zacke
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blad, blade, erg, klinge, løv, top
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corte, filo, follaje, hilo, hoja, punta, puya, tajo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
feuillage, feuille, lame, pale, pointe, taillant, tranchant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
foglia, fogliame, foglio, lama, punta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blad, egg, klinge, løv, løvverk, odd, pigg, skjær
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клинок, лезвие, лист, листва, острие, остриё
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bett, blad, egg, löv, lövverk, skär
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fletë, gjethe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лист, острие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лiст, лязо, ліст, лісце
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärki, lapa, lehdistö, lehti, terä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
list
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
falevél, hegy, levél, penge, él
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ašmenys, lakštas, lapas, lapija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chapa, corte, filo, folha, folhagem, lâmina
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
foaie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
list
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
list
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аркуш, бігун, вершина, вкушений, відомість, вістря, вістрі, клинок, лезо, лист, листок, лопать, простирадло, пік, спіраль, травинка, фоліант, частка, шибка, шматочок, шпиль
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
klinga, liść, ostrze

Σχετικές λέξεις

λεπίδα ξυρίσματος, λεπίδα του όκκαμ, λεπίδα σιλικόνης, λεπίδα του occam, λεπίδα αποχιονισμού, χριστίνα λεπίδα, λιάνα λεπίδα, καταρράκτης λεπίδα, σοφία λεπίδα, δαμασκηνή λεπίδα