lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα λευκορωσίας

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
прыстанак, прытулак, сховішча, прыстанішча, прыкрыванне, укрыванне, хаванне
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα λευκορωσίας, прыстанак στα ελληνικά
άσυλο στα λευκορωσίας