lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα λευκορωσίας

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
інвалід, дробны, дробязны, неістотны, нікчэмны, няважны, нязначны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα λευκορωσίας, інвалід στα ελληνικά
ανάπηρος στα λευκορωσίας