lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
δίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (12):
аддаваць, аддаць, даваць, дараваць, дарыць, даць, надаваць, падаваць, падараваць, падарыць, перадаваць, рабiць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας δίνω, δίνω το παρών, δίνω το παρόν μου, δίνω συνώνυμα, δίνω πως κλίνεται, δίνω κλίση, δίνω στα λευκορωσίας, аддаваць στα ελληνικά
δίνω στα λευκορωσίας