lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα λευκορωσίας

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
шлагбаум, перашкода, замінка, затрымка, цяжкасць, гаць, загарода, плаціна
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα λευκορωσίας, шлагбаум στα ελληνικά
εμπόδιο στα λευκορωσίας