lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
гуртаваць, згуртоўваць, яднаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ενοποιώ, ενοποιώ στα λευκορωσίας, гуртаваць στα ελληνικά
ενοποιώ στα λευκορωσίας