lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (11):
адобрываць, зазнаваць, зведваць, пахваліць, распазнаваць, спазнаваць, угрунтоўваць, умацоўваць, усталёўваць, ухваляць, хваліць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα λευκορωσίας, адобрываць στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα λευκορωσίας