lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λευκό στα λευκορωσίας

Λέξη:
λευκό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
белы, белізна, адбельваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας λευκό, λευκό όρος, λευκό φόρεμα, λευκό τυρί, λευκό τσάι, λευκό ποινικό μητρώο, λευκό στα λευκορωσίας, белы στα ελληνικά
λευκό στα λευκορωσίας