lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φουσκώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
φουσκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
абдурваць, ашукваць, махляваць, напінаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας φουσκώνω, φουσκώνω στα λευκορωσίας, абдурваць στα ελληνικά
φουσκώνω στα λευκορωσίας