lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
выконваць, выпраўляць, правіць, рамантаваць, вызначаць, ставіць, устанаўліваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα λευκορωσίας, выконваць στα ελληνικά
φτιάχνω στα λευκορωσίας