lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μάρτυρας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bystander, martyr, sufferer, witness
μάρτυρας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mučedník, pamětník, svědek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
märtyrer, zeuge
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
martyr, vidne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mártir, padrino, testigo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
martyr, témoin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
martire, teste, testimone, testimonio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
martyr, vitna, vitne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мученик, свидетель, свидетельница, страдалец
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
martyr, vittna, vittne
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мучанік, пакутнік, сведка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
märter, tunnistaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svjedok
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
mártír, szemtanú, tanú, vértanú
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kankinys, liudininkas, liudytojas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mártir, testemunha
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
mučeník, svedok
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ваучер, заповідач, мученик, свідок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cierpiętnik, męczennik, świadek

Σχετικές λέξεις

μάρτυρασ κατηγορίασ, μάρτυρασ άρησ, μάρτυρασ ιουστίνοσ, σιωπηλόσ μάρτυρασ, αυτόπτησ μάρτυρασ