lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μέτοχος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contributor, partner, share-holder, shareholder, sharer, stakeholder, stockholder
μέτοχος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
akcionář, podílník, společník, účastník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aktieninhaber, aktion, aktionär, anteilseigner
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
accionista, contribuyente, socio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
actionnaire, partageant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
azionista
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aksjonær
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акционер, пайщик
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktieägare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акционер
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
акцыянер
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aktsionär
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dioničar
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
akcininkas, dalininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
accionista
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акціонер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
akcjonariusz, udziałowiec

Σχετικές λέξεις

μέτοχος & επενδύσεις, μέτοχος επε ασφάλιση, μέτοχος στα αγγλικά, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος συνώνυμα, μέτοχος ορισμός, βασικόσ μέτοχοσ, αφανήσ μέτοχοσ, κυρίαρχος μέτοχος