lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μέτρηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dimension, measurement, size, survey
μέτρηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dimenze, míra, měření, rozměr, vyměřování
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausmaß, bemessung, dimension, maß, messen, messung, veranlagung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dimension, forholdsregel, mål, måling
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dimensión, medición, medida
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arpentage, bathymétrie, calibre, dimension, gabarit, jaugeage, mesure, métré, toisé, triangulation, télémesure, vindicte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dimensione, misurazione, mole
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dimensjon, forholdsregel, mål, måling
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
измерение, размер
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mål, omfång
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
madhësi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
измерване, измерение, размер
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
велічыня, вымярэнне, меранне, памер, размер
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mõõtmine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mitta, mittaus, ulottuvuus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dimenzió, földmérés, méret, nagyság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calibre, dimensão, medida, medição
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
meranie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
біг, бігати, бігти, біжать, величина, виконаний, виконати, вимір, вимірювання, градація, діяти, застава, калібр, кегля, керувати, луска, лущити, лущитися, масштаб, метр, обертатися, обсяг, оподаткування, пересуватися, плинути, побігти, працювати, пробігати, піднятися, підніматися, рейс, ритм, розмір, ступінь, текти, тягнутися, формат, функціонувати, ходити, цикл, шкала
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pomiar, wymiar

Σχετικές λέξεις

μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση ταχύτητας internet, μέτρηση μάζας, μέτρηση αποστάσεων, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση μήκους κύματος μονοχρωματικής ακτινοβολίας, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση επιφάνειας, μέτρηση ταχύτητας, μέτρηση θερμοκρασίας με άλλους τρόπους και όργανα