lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μασώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chew, chews, masticate, munch, ruminate
μασώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kousat, přemýšlet, přežvykovat, rozkousat, uvažovat, žmoulat, žvýkat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kauen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
drøv, tygge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mascar, masticar, rumiar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mastiquer, mâcher, remâcher, ruminer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
masticare, rimuginare, ruminare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drøv, tugga, tygge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жевать, изжевать, пережевывать, пережёвывать, прожевать, разжевывать, разжёвывать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tugga
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mäletsema, mäluma, närima
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
märehtiä, pureskella, purra
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kramtyti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mascar, mastigar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przeżuwać, przeżuć, żuć