lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ματαιοδοξία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cockiness, flimsiness, futility, vainglory, vanity, wretchedness
ματαιοδοξία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chvástavost, domýšlivost, ješitnost, malichernost, marnivost, marnost, nicotnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eitelkeit, nichtigkeit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forfængelighed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
malo, vanidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fatuité, futilité, gloriole, inanité, jactance, néant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatuità, vanità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flædd, forfengelighet, tomhet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесполезность, ничтожество, ничтожность, суетность, тщеславие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flärd, tomhet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
суета
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ганарыстасць, славалюбства, фанабэрыя
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itserakkaus, koreilu
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
beképzeltség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
tuštybė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vanidade
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
márnosť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зарозумілість, марнославство, сам-захоплення, суєта
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
marność, próżność

Σχετικές λέξεις

ματαιοδοξία ορισμός, ματαιοδοξία συνώνυμα, ματαιοδοξία αποφθέγματα, ματαιοδοξία τι σημαινει, ματαιοδοξία λεξικό, ματαιοδοξία english